
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν.
Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω.
Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!


Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
